- αναγκόσιτος
- ἀναγκόσιτος, -ον (Α)1. αυτός που τρώει σύμφωνα με ορισμένη ιατρική δίαιτα2. (για παράσιτο) ο αναγκασμένος να τρώει οτιδήποτε βρίσκει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + σῖτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγκόσιτον — ἀναγκόσιτος eating perforce masc/fem acc sg ἀναγκόσιτος eating perforce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek